αμνη - ανάμ
- αμνημόνευτος
- αμνησία
- αμνηστεύω
- αμνηστία
- αμοιβαίος
- αμοιβαιότητα
- αμοιβή
- αμοίραστος
- άμοιρος
- αμόλυντος
- άμορφος
- αμόρφωτος
- αμούστακος
- αμπαζούρ
- αμπάλωτος
- αμπέλι
- αμπελουργία
- αμπελουργός
- αμπελόφυλλο
- αμπέρ
- αμπόλιαστος
- αμτβ.) карабкаться, взлезать, взбираться, (μτβ.) зацеплять,
- αμτβ.) переставть быть вздутым, опухшим,
- αμτβ.) появляться, показываться, выползать из своей норы.
- αμτβ.) трескаться, лопаться, взрываться, разрываться.
- άμυαλος
- αμυγδαλή
- αμυγδαλιά
- αμυγδαλίτιδα
- αμύγδαλο
- αμυγδαλωτός
- αμυδρός
- αμυδρότητα
- αμύητος
- αμύθητος
- άμυλο
- άμυνα
- αμύνομαι
- αμυντικός
- αμφιβάλλω
Страницы